ομόφωκτος

ομόφωκτος
ὁμόφωκτος, -ον (Α)
αυτός που ψήθηκε ή αποξηράνθηκε μαζί ή συγχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + φωκτός (< φώγω «αποξηραίνω»), πρβλ. ά-φωκτος, σησαμό-φωκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”